λεγένι

λεγένι
το
1. η λεκάνη για νίψιμο, η λεκάνη τού νιπτήρα
2. παροιμ. «φτύνει σε χρυσό λεγένι» — είναι πλούσιος, αλλά και άρρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leğen πιθ. < λεκάνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεγένι — το ιού (λ. τουρκ.), λεκάνη για το πλύσιμο του προσώπου και των χεριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • lighean — LIGHEÁN, lighene, s.n. Vas de metal, de porţelan etc. larg şi puţin adânc, întrebuinţat la spălatul corpului, al vaselor, al rufelor etc. ♦ Conţinutul unui asemenea vas. – Din tc. liğen, legen. Trimis de LauraGellner, 12.04.2008. Sursa: DEX 98 … …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”